
Γράφει ο Γιώργος Ηλιόπουλος, Παλαιοντολόγος
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης
Ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής του Ακρωτηρίου καλύπτεται από ανθρακικά πετρώματα, κάτι που αποτελεί ευχή, αλλά και κατάρα για την περιοχή. Κατάρα γιατί τα ανθρακικά πετρώματα της περιοχής λατομεύονται συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες για την εξαγωγή αδρανών υλικών για οικοδομικές δραστηριότητες στη Δυτική Κρήτη. Κοιτάζοντας κανείς δορυφορικές φωτογραφίες ή αεροφωτογραφίες, μπορεί εύκολα να διακρίνει τις «ανοικτές πληγές» του Ακρωτηρίου που δύσκολα θα επουλωθούν: τα παλιά και ενεργά λατομεία που συνεχίζουν να πληγώνουν αυτή τη μικρή αλλά πανέμορφη γωνιά της Κρήτης.
Αποτελούν όμως και ευχή, γιατί στα πετρώματα αυτά με τη συμβολή του νερού δημιουργήθηκαν δεκάδες μικρά και μεγαλύτερα σπήλαια. Το νερό, ένας εξαίρετος γλύπτης σκάλισε σιγά σιγά, χιλιοστό χιλιοστό τον ασβεστόλιθο τα τελευταία δεκάδες χιλιάδες χρόνια δημιουργώντας μοναδικά φυσικά μνημεία. Μνημεία που χρήζουν προστασίας, καθώς εκτός από το φυσικό κάλλος τους, αποτελούν και αρχεία γεωλογικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και ιστορίας του τόπου. Πολλά από αυτά είναι συνδεδεμένα από την αρχαιότητα με λατρευτικές, θρησκευτικές ή άλλες παραδόσεις, όπως το σπήλαιο της Αρκουδιώτισσας και του αγίου Ιωάννη στο Καθολικό. Άλλα διατήρησαν και κρύβουν μέσα τους μοναδικά απολιθώματα που μας εξιστορούν το ταξίδι της Κρήτης τα τελευταία 1.000.000 χρόνια. Μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί 11 θέσεις με απολιθώματα Πλειστοκαινικών θηλαστικών και πουλιών, οι οποίες εντοπίστηκαν σε σπήλαια ή σε σπήλαια που η οροφή τους έχει πια καταρρεύσει.
Καταρχήν, ας δούμε τι είναι το Πλειστόκαινο. Είναι το όνομα που έδωσαν οι γεωλόγοι, για να ορίσουν τη χρονική περίοδο από 1.800.000 έως 10.000 χρόνια πριν. Στις αρχές του Πλειστοκαίνου η Κρήτη είχε αποκτήσει μετά από πολλές αλλαγές τη μορφή που έχει και σήμερα. Κατά τη διάρκεια των παγετωδών περιόδων του Πλειστοκαίνου η στάθμη της θάλασσας έπεφτε, μερικές φορές μάλιστα μέχρι και 140 μέτρα κάτω από τη σημερινή. Τότε η ακτογραμμή της Κρήτης προεκτεινόταν βορειότερα και πλησίαζε με τα Αντικύθηρα, τα οποία μέσω των Κυθήρων θα ήταν σχεδόν ενωμένα με την Πελοπόννησο. Κάποια ζώα με κολυμβητικές ικανότητες, όπως τα ελεφαντοειδή, οι ιπποπόταμοι και τα ελάφια μπορούσαν να διασχίσουν κολυμπώντας τη στενή λουρίδα θάλασσας που χώριζε την Κρήτη από τα Αντικύθηρα, ενώ κάποια μικρά θηλαστικά όπως ποντίκια και μυγαλές κατάφεραν να την περάσουν πάνω σε φυσικές σχεδίες. Όταν αυτά τα ζώα βρέθηκαν στην Κρήτη, σε ένα περιορισμένο νησιωτικό περιβάλλον, αρκετά ορεινό, με απότομο ανάγλυφο και άρα σε ένα ενδιαίτημα με περιορισμένη ή πεπερασμένη τροφή, προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες, προκειμένου να επιβιώσουν. Έτσι, τα μεγάλα θηλαστικά, όπως τα ελεφαντοειδή, οι ιπποπόταμοι και τα ελάφια μίκρυναν σε μέγεθος, δίνοντας όχι μόνο μικρόσωμες, αλλά και νάνες μορφές. Στο νησί, εκτός από ένα είδος βίδρας, δεν υπήρξαν άλλα σαρκοφάγα για να τα απειλήσουν. Αντίθετα, τα μικρά θηλαστικά αυξήθηκαν σε μέγεθος, πιθανότατα λόγω της απουσίας θηρευτών που δεν απειλούσαν τη ζωή τους, δίνοντας μορφές όπως οι γιγάντιοι ποντικοί. Επιπλέον, τα απολιθώματα μας λένε ότι στην Κρήτη έζησαν τότε πολυάριθμα πουλιά και ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός αρπακτικών πουλιών, με πιο χαρακτηριστικό τη γιγάντια βαδίζουσα κουκουβάγια που έφτανε σε ύψος το ένα μέτρο.
Μέχρι πρόσφατα είχαν βρεθεί στην Κρήτη περίπου 75 θέσεις με Πλειστοκαινικά απολιθώματα, ενώ τα τελευταία χρόνια με τις συστηματικές έρευνες που διεξάγει το Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης εντοπίστηκαν 25 ακόμα θέσεις. Από αυτές τις 100 θέσεις οι 11, όπως είπαμε, εντοπίζονται στην περιοχή του Ακρωτηρίου, ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός συγκριτικά με την έκτασή της. Οι θέσεις αυτές είναι οι εξής:
Καλαθάς
Σπήλαιο Σταυρού (1)
Σπήλαιο Σταυρού μεγάλο (2)
Σπήλαιο Σταυρού μικρό (3)
Σπήλαιο στον Άγιο Γεώργιο
Σπήλαιο στου Αγίου το Αυλάκι
Ακρωτήρι Μαλέκας (1)
Ακρωτήρι Μαλέκας (2)
Ακρωτήρι Μαλέκας (3)
Σπήλαιο Μαράθι
Σπήλαιο Σούδας
Η πρώτη θέση με απολιθώματα θηλαστικών στο Ακρωτήρι εντοπίστηκε το 1905 από τη Βρετανίδα Παλαιοντολόγο Dorothea Bate στο δάπεδο μιας σπηλιάς που είχε καταρρεύσει στο ακρωτήριο Μαλέκας. Τα ευρήματα αυτά αποτελούν την παλαιότερη Πλειστοκαινική θέση στην Κρήτη με μεγάλα θηλαστικά ηλικίας 1.000.000 έως 800.000 χρόνια. Στη θέση αυτή η κα Bate βρήκε οστά και δόντια, τα οποία αρχικά θεώρησε ότι ανήκουν σε ελέφαντες μικρών διαστάσεων. Τους ονόμασε Elephas creticus, καθώς αποτελούσαν νέο είδος για την επιστήμη. Πρόσφατα αποδείχθηκε ότι τα απολιθώματα αυτά δεν ανήκουν σε νάνους ελέφαντες, αλλά σε νάνα μαμούθ του είδους Mammuthus creticus (Κρητικό μαμούθ). Η θέση αυτή μέχρι σήμερα είναι η μοναδική που έχει εντοπιστεί το κρητικό μαμούθ. Στην ίδια θέση βρέθηκαν και απολιθώματα ενός μεγαλόσωμου ποντικού του Kritimys kiridus, ενώ πρόσφατα εντοπίσαμε και το δόντι του δεύτερου μικρού σαρκοφάγου της Κρήτης, μιας ακόμα βίδρας. Στα σπήλαια του Σταυρού βρέθηκαν νάνοι ιπποπόταμοι, ενός ακόμα ενδημικού είδους (δηλαδή που έζησε μόνο στην Κρήτη), του Hippopotamus creutzburgi που έζησαν μετά τα κρητικά μαμούθ. Μαζί με τον ιπποπόταμο βρέθηκαν και ποντίκια του είδους Kritimys catreus, που αντικατέστησαν τον Kritimys kiridus. Τα ποντίκια αυτά ήταν πραγματικά γιγάντια, με μέγεθος 2 έως 3 φόρες το μέγεθος του αρουραίου. Σε μια από τις σπηλιές του Σταυρού συνυπήρξαν μαζί τους και τα πρώτα ποντίκια συγγενείς του κοινού ποντικού, το επίσης ενδημικό είδος Mus bateae, που τελικά επικράτησε και αντικατέστησε τα Kritimys. Στα σπήλαια του Σταυρού βρέθηκε και ένα ακόμα μικρό εντομοφάγο θηλαστικό, μία ενδημική μυγαλή, η Crocidura zimmermani, το μοναδικό θηλαστικό ζώο από την Πλειστοκαινική πανίδα της Κρήτης που συνεχίζει να ζει και σήμερα.
Τέλος, στα σπήλαια Καλαθάς, Άγιος Γεώργιος, Αγίου το Αυλάκι, Μαράθι και Σούδα βρέθηκαν νάνες μορφές ελαφιών και ο τελευταίος γιγάντιος ποντικός που έζησε στη Κρήτη και αντικατέστησε τον Mus bateae, ο Mus minotaurus. Μαζί με τους μικρόσωμους ελέφαντες που βρέθηκαν σε άλλες περιοχές της Κρήτης , αυτή ήταν και η τελευταία ομάδα κατοίκων της Κρήτης πριν να έρθει και εγκατασταθεί ο άνθρωπος. Αυτά τα ζώα συνάντησε όταν έφτασε στην Κρήτη και μάλλον ευθύνεται και για την εξαφάνισή τους.
Η περιοχή του Ακρωτηρίου είναι πολύ σημαντική για την φυσική κληρονομιά και την Παλαιοντολογία της Κρήτης. Δύο από τις προαναφερθείσες θέσεις, τα σπήλαια στο ακρωτήριο Μαλέκα και στο Σταυρό, θεωρούνται από τις πιο σημαντικές παλαιοντολογικές θέσεις στην Κρήτη με μοναδικά ευρήματα, τα περισσότερα από οποία δυστυχώς βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού. Συνεπώς η προστασία και η ανάδειξή τους θεωρείται επιβεβλημένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου