ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΧΑΝΙΩΤΙΚΕΣ Βιβλιοπαρουσίαση

Θυμάμαι το θείο μου το Στέλιο να μου αφηγείται την ιστορία της Μπετζεχρούλας, ενός τύπου χανιώτικου που άφησε εποχή λέγοντας σ’ έναν στρατηγό των «μεγάλων δυνάμεων» ότι κλάνει, προσπαθώντας να του πει ότι «πετάει όταν χορεύει». «Βου πετέ στρατηγέ μου, βου πετέ». Πολύ γέλιο είχανε αυτές οι ιστορίες του θείου. Ο θείος ήτανε γνήσιος Χανιώτης, ένας πρόσχαρος, μέγας καλαμπουρτζής, που κάθε μεσημέρι, από το μαγαζί του στη Μητρόπολη ως το σπίτι στο πάνω Κουμ Καπί πήγαινε με τα πόδια, μια διαδρομή ενός τετάρτου, που την έκανε σε μιαν ώρα, μια και σταματούσε σε κάθε φιλικό μαγαζί για να πειράξει και να τον πειράξουνε. Για μένα αυτός ο άνθρωπος ενσάρκωνε όλη την ουσία και τη μοναδικότητα της Χανιώτικης ψυχής.

Η γενιά του θείου μου και μια γενιά επόμενη, νομίζω πως ήτανε οι τελευταίες γενιές πριν οι Χανιώτες χάσουν εντελώς την ταυτότητά τους, ως λαός αξιοπρεπής, πονηρός, χαρούμενος και χαβαλές, καλωσυνάτος, φιλόξενος, καλλιεργημένος, καλόγουστος και καλοπερασάκιας.

Σ’ αυτές τις τελευταίες γενιές αληθινών Χανιωτών ανήκει ο Θοδωρής Λουλουδάκης, ο συγγραφέας του βιβλίου «Ιστορίες Χανιώτικες» που εξέδωσε και κυκλοφορεί ο ίδιος εδώ και λίγους μήνες στα βιβλιοπωλεία της πόλης. Κι ο ίδιος, ως αγαπητός καθηγητής - φιλόλογος έχει γαλουχήσει πολλές γενιές γυμνασιόπαιδων με τέτοιες ιστορίες, πέρα από τη μεγάλη του προσφορά στα χανιώτικα γράμματα : η μετάφρασή του στο έργο του Σπ. Ζαμπελίου «Ιστορικά Σκηνογραφήματα (1977)» έχει αφήσει εποχή στην κρητική ιστοριογραφία και πολλοί από μας εντρυφήσαμε στην Κρήτη των Ενετών διαβάζοντάς το – και η ιστορία της «Κρητικής Φωτογραφίας (1984)» φώτισε επίσης μιαν αναξιοποίητη πηγή της ιστορίας μας.

Χρονικογράφος των Χανίων, εδώ και δεκαετίες στις τοπικές εφημερίδες, σατιρίζει και παρατηρεί, χρονογραφεί, αρθρογραφεί και αγωνίζεται για το αυτονόητο – για να ξαναγίνουμε όλοι έξυπνοι πολίτες. Δημοσιογραφεί με γλώσσα που δε φοβάται να τσακίσει και παραμένει χιουμορίστας – το καλό χιούμορ, το ανατρεπτικό, το επικίνδυνο. Και έμεινε από τους τελευταίους στυλοβάτες της τιμής της πόλης πριν αυτή χαθεί στην εγωπάθεια, την εσωστρέφεια, την υποκρισία, την ηθική αποδόμηση και τη διαφθορά του πολιτικού της πολιτισμού.

Με τις πιο…άγριες διαθέσεις του λοιπόν και με τα προαναφερθέντα εφόδια, ο Θοδωρής ο Λουλουδάκης καταπιάστηκε με το χανιώτικο αυτό χρονικό της εποχής του μεσοπολέμου και της κατοχής αφηγούμενος «Ιστορίες Χανιώτικες», συγκινητικές, σπαρταριστές και με το μπρίο τους, σαν σε προφορική παράδοση μιας ταπεινής εποποιίας, καθημερινών ηρώων που έπαψαν ξαφνικά να ξεθωριάζουν σε κιτρινισμένες φωτογραφίες. Είναι οι μοναδικοί ήρωες – πρόγονοί μας, οι παλιοί Χανιώτες και το λιμανίσιο τους ταπεραμέντο, αυτό που σκιαγραφεί ο Θ. Λουλουδάκης, τόσο καλά όσο μπορεί να το γνωρίζει, αφού ομολογεί την παρουσία του ως αλανιάρης πιτσιρικάς, στις περισσότερες ιστορίες.

Ιστορίες για «τύπους» της πόλης, ιστορίες για δρόμους, πλατείες και γειτονιές –η Νέα Χώρα, η Χαλέπα, το Βαρούδι - για επώνυμα κτίσματα, σπίτια κι αυλές και ταράτσες! Που καθώς τις αφηγείται, περνάς ανάμεσά τους και το πιο περίεργο είναι –βοηθούν σ’ αυτό και οι καταπληκτικές φωτογραφίες του συγγραφέα – τις φαντάζεσαι όλες ασπρόμαυρες – όσο κι αν προσπαθείς να τις χρωματίσεις με το μυαλό σου δεν μπορείς.

Το βιβλίο αυτό το διαβάζεις, λες και βλέπεις παλιό ελληνικό σινεμά, το χανιώτικο σινεμά «ο Παράδεισος» και σας βεβαιώνω ότι θα νοσταλγήσετε την εποχή της αθωότητας, θα «δείτε» τα ίδια φαντάσματα με το συγγραφέα να περνούν στα ασβεστωμένα σοκάκια της γειτονιάς, κι ότι θα βουρκώσετε κι ότι θα γελάσετε πολύ με τις ιστορίες αυτές.

Τις ιστορίες που, μια και δεν μπόρεσε να γράψει ο ένας μου θείος, χαίρομαι που μπόρεσε ο άλλος…

Δεν υπάρχουν σχόλια: